- ὀρυκτήν
- ὀρυκτήfem acc sg (attic epic ionic)ὀρυκτόςdugfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PORCUS Marinus — Graecis ὕαινα, item ὗς, Archestrato ψαμμῖτις ὀρυκτὴς, Ε᾿ν δ᾿ Αἴνῳ δέ καὶ τῷ Πόντῳ τὴν ὗν ἀγόρευε Η῞ν καλέουςί τινες θνητῶν ψαμμῖτιν ὀρυκτήν, Fessor arenarius dicitur. Cuius epitheti rationem Isidorus reddit, cum ait, Porci marini, qui vulgo… … Hofmann J. Lexicon universale
ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… … Dictionary of Greek